- παραγράψιμος
- -η, -ο / παραγράψιμος, -ον, ΝΑαυτός που μπορεί να παραγραφεί («παραγράψιμο αδίκημα»)αρχ.αυτός που μπορεί να απορριφθεί ή αυτός που μπορεί να εξαιρεθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραγράφω (πρβλ. μέλλ. παραγράφω) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. περιγράψ-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.